Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐϋστρεφής
εὐστροφάλιγξ
εὔστροφος
εὔστρωτος
εὔστυλος
εὐσύμβλητος
εὐσύμβολος
εὐσυνεσία
εὐσύνετος
εὐσύνθετος
εὐσύνοπτος
εὔσφυρος
εὔσχημος
εὐσχημοσύνη
εὐσχήμων
εὐσχιδής
εὔσχιστος
εὐσωματέω
εὔσωτρος
εὐτακής
εὐτακτέω
View word page
εὐσύνοπτος
εὐσύνοπτος εὐ-σύνοπτος, ον συνόψομαι easily taken in at a glance, seen at once, Aeschin., etc.

ShortDef

easily taken in at a glance, seen at once

Debugging

Headword:
εὐσύνοπτος
Headword (normalized):
εὐσύνοπτος
Headword (normalized/stripped):
ευσυνοπτος
IDX:
14089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14095
Key:
eu)su/noptos

Data

{'content': 'εὐσύνοπτος\n εὐ-σύνοπτος, ον\n συνόψομαι\n easily taken in at a glance, seen at once, Aeschin., etc.', 'key': 'eu)su/noptos'}