Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔστρεπτος
ἐϋστρεφής
εὐστροφάλιγξ
εὔστροφος
εὔστρωτος
εὔστυλος
εὐσύμβλητος
εὐσύμβολος
εὐσυνεσία
εὐσύνετος
εὐσύνθετος
εὐσύνοπτος
εὔσφυρος
εὔσχημος
εὐσχημοσύνη
εὐσχήμων
εὐσχιδής
εὔσχιστος
εὐσωματέω
εὔσωτρος
εὐτακής
View word page
εὐσύνθετος
εὐσύνθετος εὐ-σύνθετος, ον well-compounded, Arist.
ShortDef
well-compounded
Debugging
Headword:
εὐσύνθετος
Headword (normalized):
εὐσύνθετος
Headword (normalized/stripped):
ευσυνθετος
IDX:
14088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14094
Key:
eu)su/nqetos
Data
{'content': 'εὐσύνθετος\n εὐ-σύνθετος, ον\n well-compounded, Arist.', 'key': 'eu)su/nqetos'}