Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὕστρα
εὔστρεπτος
ἐϋστρεφής
εὐστροφάλιγξ
εὔστροφος
εὔστρωτος
εὔστυλος
εὐσύμβλητος
εὐσύμβολος
εὐσυνεσία
εὐσύνετος
εὐσύνθετος
εὐσύνοπτος
εὔσφυρος
εὔσχημος
εὐσχημοσύνη
εὐσχήμων
εὐσχιδής
εὔσχιστος
εὐσωματέω
εὔσωτρος
View word page
εὐσύνετος
εὐσύνετος quick of apprehension, Arist.:—adv. -τως, with intelligence, comp. -τώτερον, Thuc. easily understood, Eur.

ShortDef

quick of apprehension

Debugging

Headword:
εὐσύνετος
Headword (normalized):
εὐσύνετος
Headword (normalized/stripped):
ευσυνετος
IDX:
14087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14093
Key:
eu)su/netos

Data

{'content': 'εὐσύνετος\n quick of apprehension, Arist.:—adv. -τως, with intelligence, comp. -τώτερον, Thuc.\n easily understood, Eur.', 'key': 'eu)su/netos'}