Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλήθεια
ἀληθεύω
ἀληθής
ἀληθινός
ἀληθόμαντις
ἀληθοσύνη
ἀλήθω
Ἀλήϊον πεδίον
ἀλήϊος
ἄλημα
ἀλήμων
ἄλη
ἄληπτος
ἁλής
ἄληστος
ἀλητεία
ἀλητεύω
ἀλήτης
ἄλθομαι
ἁλιάδης
ἁλιάετος
View word page
ἀλήμων
ἀλήμων ἀλάομαι a wanderer, rover, Od., Anth.

ShortDef

a wanderer, rover

Debugging

Headword:
ἀλήμων
Headword (normalized):
ἀλήμων
Headword (normalized/stripped):
αλημων
IDX:
1409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1409
Key:
a)lh/mwn

Data

{'content': 'ἀλήμων\n ἀλάομαι \n a wanderer, rover, Od., Anth.', 'key': 'a)lh/mwn'}