Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔσταχυς
εὐστέφανος
εὐστιβής
εὔστολος
εὐστόμαχος
εὐστομέω
εὔστομος
εὐστόρθυγξ
εὔστοος
εὐστοχία
εὔστοχος
εὕστρα
εὔστρεπτος
ἐϋστρεφής
εὐστροφάλιγξ
εὔστροφος
εὔστρωτος
εὔστυλος
εὐσύμβλητος
εὐσύμβολος
εὐσυνεσία
View word page
εὔστοχος
εὔστοχος εὔ-στοχος, ον well-aimed, Eur., Xen. aiming well, Xen.:—adv., εὐστόχως βάλλειν Xen. metaph. guessing well, sagacious, Arist.
ShortDef
well-aimed
Debugging
Headword:
εὔστοχος
Headword (normalized):
εὔστοχος
Headword (normalized/stripped):
ευστοχος
IDX:
14076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14082
Key:
eu)/stoxos
Data
{'content': 'εὔστοχος\n εὔ-στοχος, ον\n well-aimed, Eur., Xen.\n aiming well, Xen.:—adv., εὐστόχως βάλλειν Xen.\n metaph. guessing well, sagacious, Arist.', 'key': 'eu)/stoxos'}