Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔσπλαγχνος
εὔσπορος
ἐΰς
εὐστάθεια
εὐσταθέω
εὐσταθής
εὐστάλεια
εὐσταλής
εὔσταχυς
εὐστέφανος
εὐστιβής
εὔστολος
εὐστόμαχος
εὐστομέω
εὔστομος
εὐστόρθυγξ
εὔστοος
εὐστοχία
εὔστοχος
εὕστρα
εὔστρεπτος
View word page
εὐστιβής
εὐστιβής εὐ-στῐβής, ές στίβος well-trodden, Anth.
ShortDef
well-trodden
Debugging
Headword:
εὐστιβής
Headword (normalized):
εὐστιβής
Headword (normalized/stripped):
ευστιβης
IDX:
14068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14074
Key:
eu)stibh/s
Data
{'content': 'εὐστιβής\n εὐ-στῐβής, ές\n στίβος\n well-trodden, Anth.', 'key': 'eu)stibh/s'}