Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐσπλαγχνία
εὔσπλαγχνος
εὔσπορος
ἐΰς
εὐστάθεια
εὐσταθέω
εὐσταθής
εὐστάλεια
εὐσταλής
εὔσταχυς
εὐστέφανος
εὐστιβής
εὔστολος
εὐστόμαχος
εὐστομέω
εὔστομος
εὐστόρθυγξ
εὔστοος
εὐστοχία
εὔστοχος
εὕστρα
View word page
εὐστέφανος
εὐστέφανος well-crowned or well-girdled, Hom., Hes. crowned with walls and towers, Od., Pind.
ShortDef
well-crowned
Debugging
Headword:
εὐστέφανος
Headword (normalized):
εὐστέφανος
Headword (normalized/stripped):
ευστεφανος
IDX:
14067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14073
Key:
eu)ste/fanos
Data
{'content': 'εὐστέφανος\n well-crowned or well-girdled, Hom., Hes.\n crowned with walls and towers, Od., Pind.', 'key': 'eu)ste/fanos'}