Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὔσκοπος
εὔσοια
εὔσοος
εὐσπειρής
εὐσπλαγχνία
εὔσπλαγχνος
εὔσπορος
ἐΰς
εὐστάθεια
εὐσταθέω
εὐσταθής
εὐστάλεια
εὐσταλής
εὔσταχυς
εὐστέφανος
εὐστιβής
εὔστολος
εὐστόμαχος
εὐστομέω
View word page
εὐστάθεια
εὐστάθεια stability: good health, vigour, Anth. from εὐσταθής

ShortDef

stability: good health, vigour

Debugging

Headword:
εὐστάθεια
Headword (normalized):
εὐστάθεια
Headword (normalized/stripped):
ευσταθεια
IDX:
14061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14067
Key:
eu)sta/qeia

Data

{'content': 'εὐστάθεια\n stability: good health, vigour, Anth.\n from εὐσταθής', 'key': 'eu)sta/qeia'}