Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐσκέπαστος
εὐσκευέω
εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὔσκοπος
εὔσοια
εὔσοος
εὐσπειρής
εὐσπλαγχνία
εὔσπλαγχνος
εὔσπορος
ἐΰς
εὐστάθεια
εὐσταθέω
εὐσταθής
εὐστάλεια
εὐσταλής
εὔσταχυς
εὐστέφανος
εὐστιβής
εὔστολος
View word page
εὔσπορος
εὔσπορος well-sown, Ar., Anth.

ShortDef

well-sown

Debugging

Headword:
εὔσπορος
Headword (normalized):
εὔσπορος
Headword (normalized/stripped):
ευσπορος
IDX:
14059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14065
Key:
eu)/sporos

Data

{'content': 'εὔσπορος\n well-sown, Ar., Anth.', 'key': 'eu)/sporos'}