Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔσημος
εὐσθενέω
εὐσθενής
εὐσίπυος
εὐσκάνδιξ
εὔσκαρθμος
εὐσκέπαστος
εὐσκευέω
εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὔσκοπος
εὔσοια
εὔσοος
εὐσπειρής
εὐσπλαγχνία
εὔσπλαγχνος
εὔσπορος
ἐΰς
εὐστάθεια
εὐσταθέω
εὐσταθής
View word page
εὔσκοπος
εὔσκοπος σκοπέω sharp-seeing, keen-sighted, watchful, Hom. far-seen or commanding a wide view, Xen. (σκοπός) shooting well, of unerring aim, Orac. ap. Hdt., Aesch.
ShortDef
sharp-seeing, keen-sighted, watchful
Debugging
Headword:
εὔσκοπος
Headword (normalized):
εὔσκοπος
Headword (normalized/stripped):
ευσκοπος
IDX:
14053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14059
Key:
eu)/skopos
Data
{'content': 'εὔσκοπος\n σκοπέω\n sharp-seeing, keen-sighted, watchful, Hom.\n far-seen or commanding a wide view, Xen.\n (σκοπός) shooting well, of unerring aim, Orac. ap. Hdt., Aesch.', 'key': 'eu)/skopos'}