Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔσελμος
εὔσεπτος
εὔσημος
εὐσθενέω
εὐσθενής
εὐσίπυος
εὐσκάνδιξ
εὔσκαρθμος
εὐσκέπαστος
εὐσκευέω
εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὔσκοπος
εὔσοια
εὔσοος
εὐσπειρής
εὐσπλαγχνία
εὔσπλαγχνος
εὔσπορος
ἐΰς
εὐστάθεια
View word page
εὐσκίαστος
εὐσκίαστος εὐ-σκίαστος, ον σκιάζω well-shaded, shadowy, Soph.
ShortDef
well-shaded, shadowy
Debugging
Headword:
εὐσκίαστος
Headword (normalized):
εὐσκίαστος
Headword (normalized/stripped):
ευσκιαστος
IDX:
14051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14057
Key:
eu)ski/astos
Data
{'content': 'εὐσκίαστος\n εὐ-σκίαστος, ον\n σκιάζω\n well-shaded, shadowy, Soph.', 'key': 'eu)ski/astos'}