Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐσεβέω
εὐσεβής
εὔσελμος
εὔσεπτος
εὔσημος
εὐσθενέω
εὐσθενής
εὐσίπυος
εὐσκάνδιξ
εὔσκαρθμος
εὐσκέπαστος
εὐσκευέω
εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὔσκοπος
εὔσοια
εὔσοος
εὐσπειρής
εὐσπλαγχνία
εὔσπλαγχνος
εὔσπορος
View word page
εὐσκέπαστος
εὐσκέπαστος εὐ-σκέπαστος, ον σκεπάζω well-protected, Thuc.

ShortDef

well-protected

Debugging

Headword:
εὐσκέπαστος
Headword (normalized):
εὐσκέπαστος
Headword (normalized/stripped):
ευσκεπαστος
IDX:
14049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14055
Key:
eu)ske/pastos

Data

{'content': 'εὐσκέπαστος\n εὐ-σκέπαστος, ον\n σκεπάζω\n well-protected, Thuc.', 'key': 'eu)ske/pastos'}