Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔσαρκος
εὐσέβεια
εὐσεβέω
εὐσεβής
εὔσελμος
εὔσεπτος
εὔσημος
εὐσθενέω
εὐσθενής
εὐσίπυος
εὐσκάνδιξ
εὔσκαρθμος
εὐσκέπαστος
εὐσκευέω
εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὔσκοπος
εὔσοια
εὔσοος
εὐσπειρής
εὐσπλαγχνία
View word page
εὐσκάνδιξ
εὐσκάνδιξ εὐ-σκάνδιξ, ῑκος, ὁ, ἡ, abounding in chervil, Anth.

ShortDef

abounding in chervil

Debugging

Headword:
εὐσκάνδιξ
Headword (normalized):
εὐσκάνδιξ
Headword (normalized/stripped):
ευσκανδιξ
IDX:
14047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14053
Key:
eu)ska/ndic

Data

{'content': 'εὐσκάνδιξ\n εὐ-σκάνδιξ, ῑκος, ὁ, ἡ,\n abounding in chervil, Anth.', 'key': 'eu)ska/ndic'}