Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐρωπός
εὐρώς
εὐρωστία
εὔρωστος
εὐρωτιάω
εὔσαρκος
εὐσέβεια
εὐσεβέω
εὐσεβής
εὔσελμος
εὔσεπτος
εὔσημος
εὐσθενέω
εὐσθενής
εὐσίπυος
εὐσκάνδιξ
εὔσκαρθμος
εὐσκέπαστος
εὐσκευέω
εὐσκίαστος
εὔσκιος
View word page
εὔσεπτος
εὔσεπτος εὔ-σεπτος, ον σέβω much reverenced, holy, Soph.

ShortDef

much reverenced, holy

Debugging

Headword:
εὔσεπτος
Headword (normalized):
εὔσεπτος
Headword (normalized/stripped):
ευσεπτος
IDX:
14042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14048
Key:
eu)/septos

Data

{'content': 'εὔσεπτος\n εὔ-σεπτος, ον\n σέβω\n much reverenced, holy, Soph.', 'key': 'eu)/septos'}