Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐρύχορος
εὐρυχωρία
εὐρύχωρος
εὐρώγης
εὐρώδης
εὐρώεις
Εὐρώπη
εὐρωπός
εὐρώς
εὐρωστία
εὔρωστος
εὐρωτιάω
εὔσαρκος
εὐσέβεια
εὐσεβέω
εὐσεβής
εὔσελμος
εὔσεπτος
εὔσημος
εὐσθενέω
εὐσθενής
View word page
εὔρωστος
εὔρωστος εὔ-ρωστος, ον ῥώννυμι stout, strong, Xen. adv. -τως, Xen.
ShortDef
stout, strong
Debugging
Headword:
εὔρωστος
Headword (normalized):
εὔρωστος
Headword (normalized/stripped):
ευρωστος
IDX:
14035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14041
Key:
eu)/rwstos
Data
{'content': 'εὔρωστος\n εὔ-ρωστος, ον\n ῥώννυμι\n stout, strong, Xen. adv. -τως, Xen.', 'key': 'eu)/rwstos'}