Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐρύς
εὐρύστερνος
εὐρύστομος
εὐρύτιμος
εὐρυφαρέτρης
εὐρυφυής
εὐρυχαδής
εὐρυχαίτης
εὐρύχορος
εὐρυχωρία
εὐρύχωρος
εὐρώγης
εὐρώδης
εὐρώεις
Εὐρώπη
εὐρωπός
εὐρώς
εὐρωστία
εὔρωστος
εὐρωτιάω
εὔσαρκος
View word page
εὐρύχωρος
εὐρύχωρος εὐρύ-χωρος, ον χώρα roomy, wide, Arist.
ShortDef
roomy, wide
Debugging
Headword:
εὐρύχωρος
Headword (normalized):
εὐρύχωρος
Headword (normalized/stripped):
ευρυχωρος
IDX:
14027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14033
Key:
eu)ru/xwros
Data
{'content': 'εὐρύχωρος\n εὐρύ-χωρος, ον\n χώρα\n roomy, wide, Arist.', 'key': 'eu)ru/xwros'}