Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐρύπορος
εὐρυπρωκτία
εὐρύπρωκτος
εὐρυπυλής
εὐρυρέεθρος
εὐρυρέων
εὐρυσάκης
εὐρυσθενής
εὐρύσορος
εὐρύς
εὐρύστερνος
εὐρύστομος
εὐρύτιμος
εὐρυφαρέτρης
εὐρυφυής
εὐρυχαδής
εὐρυχαίτης
εὐρύχορος
εὐρυχωρία
εὐρύχωρος
εὐρώγης
View word page
εὐρύστερνος
εὐρύστερνος εὐρύ-στερνος, ον στέρνον broad-breasted, Hes.

ShortDef

broad-breasted

Debugging

Headword:
εὐρύστερνος
Headword (normalized):
εὐρύστερνος
Headword (normalized/stripped):
ευρυστερνος
IDX:
14018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14024
Key:
eu)ru/sternos

Data

{'content': 'εὐρύστερνος\n εὐρύ-στερνος, ον\n στέρνον\n broad-breasted, Hes.', 'key': 'eu)ru/sternos'}