Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐρύοπα
εὐρύπεδος
εὐρύπορος
εὐρυπρωκτία
εὐρύπρωκτος
εὐρυπυλής
εὐρυρέεθρος
εὐρυρέων
εὐρυσάκης
εὐρυσθενής
εὐρύσορος
εὐρύς
εὐρύστερνος
εὐρύστομος
εὐρύτιμος
εὐρυφαρέτρης
εὐρυφυής
εὐρυχαδής
εὐρυχαίτης
εὐρύχορος
εὐρυχωρία
View word page
εὐρύσορος
εὐρύσορος εὐρύ-σορος, ον with wide bier or tomb, Anth.

ShortDef

with wide bier

Debugging

Headword:
εὐρύσορος
Headword (normalized):
εὐρύσορος
Headword (normalized/stripped):
ευρυσορος
IDX:
14016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14022
Key:
eu)ru/soros

Data

{'content': 'εὐρύσορος\n εὐρύ-σορος, ον\n with wide bier or tomb, Anth.', 'key': 'eu)ru/soros'}