Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐρυόδεια
εὐρύοπα
εὐρύπεδος
εὐρύπορος
εὐρυπρωκτία
εὐρύπρωκτος
εὐρυπυλής
εὐρυρέεθρος
εὐρυρέων
εὐρυσάκης
εὐρυσθενής
εὐρύσορος
εὐρύς
εὐρύστερνος
εὐρύστομος
εὐρύτιμος
εὐρυφαρέτρης
εὐρυφυής
εὐρυχαδής
εὐρυχαίτης
εὐρύχορος
View word page
εὐρυσθενής
εὐρυσθενής εὐρυ-σθενής, ές σθένος of far-extended might, mighty, Hom., Pind.
ShortDef
of far-extended might, mighty
Debugging
Headword:
εὐρυσθενής
Headword (normalized):
εὐρυσθενής
Headword (normalized/stripped):
ευρυσθενης
IDX:
14015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14021
Key:
eu)rusqenh/s
Data
{'content': 'εὐρυσθενής\n εὐρυ-σθενής, ές\n σθένος\n of far-extended might, mighty, Hom., Pind.', 'key': 'eu)rusqenh/s'}