Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐρυκρείων
εὐρυλείμων
εὐρυμέδων
εὐρυμέτωπος
εὐρύνω
εὐρύνωτος
εὐρυόδεια
εὐρύοπα
εὐρύπεδος
εὐρύπορος
εὐρυπρωκτία
εὐρύπρωκτος
εὐρυπυλής
εὐρυρέεθρος
εὐρυρέων
εὐρυσάκης
εὐρυσθενής
εὐρύσορος
εὐρύς
εὐρύστερνος
εὐρύστομος
View word page
εὐρυπρωκτία
εὐρυπρωκτία εὐρυπρωκτία, ἡ, lewdness, Ar.
ShortDef
lewdness
Debugging
Headword:
εὐρυπρωκτία
Headword (normalized):
εὐρυπρωκτία
Headword (normalized/stripped):
ευρυπρωκτια
IDX:
14009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14015
Key:
eu)ruprwkti/a
Data
{'content': 'εὐρυπρωκτία\n εὐρυπρωκτία, ἡ,\n lewdness, Ar.', 'key': 'eu)ruprwkti/a'}