Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐρύκολπος
εὐρυκρείων
εὐρυλείμων
εὐρυμέδων
εὐρυμέτωπος
εὐρύνω
εὐρύνωτος
εὐρυόδεια
εὐρύοπα
εὐρύπεδος
εὐρύπορος
εὐρυπρωκτία
εὐρύπρωκτος
εὐρυπυλής
εὐρυρέεθρος
εὐρυρέων
εὐρυσάκης
εὐρυσθενής
εὐρύσορος
εὐρύς
εὐρύστερνος
View word page
εὐρύπορος
εὐρύπορος εὐρύ-πορος, ον with broad ways, of the sea, where all may roam at will, Hom., etc.

ShortDef

with broad ways

Debugging

Headword:
εὐρύπορος
Headword (normalized):
εὐρύπορος
Headword (normalized/stripped):
ευρυπορος
IDX:
14008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14014
Key:
eu)ru/poros

Data

{'content': 'εὐρύπορος\n εὐρύ-πορος, ον\n with broad ways, of the sea, where all may roam at will, Hom., etc.', 'key': 'eu)ru/poros'}