Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔρυθμος
εὐρύκολπος
εὐρυκρείων
εὐρυλείμων
εὐρυμέδων
εὐρυμέτωπος
εὐρύνω
εὐρύνωτος
εὐρυόδεια
εὐρύοπα
εὐρύπεδος
εὐρύπορος
εὐρυπρωκτία
εὐρύπρωκτος
εὐρυπυλής
εὐρυρέεθρος
εὐρυρέων
εὐρυσάκης
εὐρυσθενής
εὐρύσορος
εὐρύς
View word page
εὐρύπεδος
εὐρύπεδος εὐρύ-πεδος, ον πέδον with broad surface, Anth.
ShortDef
with broad surface
Debugging
Headword:
εὐρύπεδος
Headword (normalized):
εὐρύπεδος
Headword (normalized/stripped):
ευρυπεδος
IDX:
14007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14013
Key:
eu)ru/pedos
Data
{'content': 'εὐρύπεδος\n εὐρύ-πεδος, ον\n πέδον\n with broad surface, Anth.', 'key': 'eu)ru/pedos'}