Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐρύαλος
εὐρυβίας
εὐρυθμία
εὔρυθμος
εὐρύκολπος
εὐρυκρείων
εὐρυλείμων
εὐρυμέδων
εὐρυμέτωπος
εὐρύνω
εὐρύνωτος
εὐρυόδεια
εὐρύοπα
εὐρύπεδος
εὐρύπορος
εὐρυπρωκτία
εὐρύπρωκτος
εὐρυπυλής
εὐρυρέεθρος
εὐρυρέων
εὐρυσάκης
View word page
εὐρύνωτος
εὐρύνωτος εὐρύ-νωτος, ον νῶτον broad-backed, Soph.

ShortDef

broad-backed

Debugging

Headword:
εὐρύνωτος
Headword (normalized):
εὐρύνωτος
Headword (normalized/stripped):
ευρυνωτος
IDX:
14004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14010
Key:
eu)ru/nwtos

Data

{'content': 'εὐρύνωτος\n εὐρύ-νωτος, ον\n νῶτον\n broad-backed, Soph.', 'key': 'eu)ru/nwtos'}