Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγείρω
ἀγείτων
ἀγελαῖος
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγελαστί
ἀγέλαστος
ἀγελείη
ἀγεληδόν
ἀγέλη
ἀγενεαλόγητος
ἀγένειος
ἀγένητος
ἀγεννής
ἀγέννητος
ἄγε
ἀγέραστος
ἄγερσις
ἀγέρωχος
ἀγέστρατος
ἄγευστος
View word page
ἀγενεαλόγητος
ἀγενεαλόγητος of unrecorded descent, NTest.
ShortDef
of unrecorded descent
Debugging
Headword:
ἀγενεαλόγητος
Headword (normalized):
ἀγενεαλόγητος
Headword (normalized/stripped):
αγενεαλογητος
IDX:
140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n140
Key:
a)genealo/ghtos
Data
{'content': 'ἀγενεαλόγητος\n of unrecorded descent, NTest.', 'key': 'a)genealo/ghtos'}