ἐϋρρεής
ἐϋρρεής
ἐϋρ-ρεής, ές
ῥέω
fair-flowing, Epic gen. ἐϋρρεῖος ποταμοῖο, contr. for ἐϋρρεέος, Il.
{
"content": "ἐϋρρεής\n ἐϋρ-ρεής, ές\n ῥέω\n fair-flowing, Epic gen. ἐϋρρεῖος ποταμοῖο, contr. for ἐϋρρεέος, Il.",
"key": "e)urreh/s"
}