Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὑρήτωρ
εὔρινος
εὔρινος2
Εὐριπίδειος
Εὐριπίδιον
εὔριπος
εὑρίσκω
εὔρις
εὐροέω
εὔροια
εὐροίζητος
εὐροκλύδων
εὔροπος
Εὖρος
εὖρος
ἐϋρραφής
ἐϋρρεής
ἐϋρρείτης
ἐΰρρηνος
εὔροος
εὐρυάγυια
View word page
εὐροίζητος
εὐροίζητος εὐ-ροίζητος, ον ῥοιζέω loud-whizzing, Anth.
ShortDef
loud-whizzing
Debugging
Headword:
εὐροίζητος
Headword (normalized):
εὐροίζητος
Headword (normalized/stripped):
ευροιζητος
IDX:
13983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13989
Key:
eu)roi/zhtos
Data
{'content': 'εὐροίζητος\n εὐ-ροίζητος, ον\n ῥοιζέω\n loud-whizzing, Anth.', 'key': 'eu)roi/zhtos'}