Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔπτορθος
εὔπυργος
εὖ
εὐπώγων
εὔπωλος
εὐράξ
εὕρεσις
εὑρετέος
εὑρετής
εὑρετικός
εὑρετός
εὕρημα
εὑρησιεπής
εὑρήτωρ
εὔρινος
εὔρινος2
Εὐριπίδειος
Εὐριπίδιον
εὔριπος
εὑρίσκω
εὔρις
View word page
εὑρετός
εὑρετός εὑρετός, ή, όν verb. adj. of εὑρίσκω, discoverable, Xen.
ShortDef
discoverable
Debugging
Headword:
εὑρετός
Headword (normalized):
εὑρετός
Headword (normalized/stripped):
ευρετος
IDX:
13970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13976
Key:
eu(reto/s
Data
{'content': 'εὑρετός\n εὑρετός, ή, όν\n verb. adj. of εὑρίσκω,\n discoverable, Xen.', 'key': 'eu(reto/s'}