Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐπτέρυγος
εὔπτορθος
εὔπυργος
εὖ
εὐπώγων
εὔπωλος
εὐράξ
εὕρεσις
εὑρετέος
εὑρετής
εὑρετικός
εὑρετός
εὕρημα
εὑρησιεπής
εὑρήτωρ
εὔρινος
εὔρινος2
Εὐριπίδειος
Εὐριπίδιον
εὔριπος
εὑρίσκω
View word page
εὑρετικός
εὑρετικός εὑρετικός, ή, όν εὑρεῖν inventive, ingenious, Plat.
ShortDef
inventive, ingenious
Debugging
Headword:
εὑρετικός
Headword (normalized):
εὑρετικός
Headword (normalized/stripped):
ευρετικος
IDX:
13969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13975
Key:
eu(retiko/s
Data
{'content': 'εὑρετικός\n εὑρετικός, ή, όν\n εὑρεῖν\n inventive, ingenious, Plat.', 'key': 'eu(retiko/s'}