Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔπτερος
εὐπτέρυγος
εὔπτορθος
εὔπυργος
εὖ
εὐπώγων
εὔπωλος
εὐράξ
εὕρεσις
εὑρετέος
εὑρετής
εὑρετικός
εὑρετός
εὕρημα
εὑρησιεπής
εὑρήτωρ
εὔρινος
εὔρινος2
Εὐριπίδειος
Εὐριπίδιον
εὔριπος
View word page
εὑρετής
εὑρετής εὑρετής, οῦ, εὑρεῖν an inventor, discoverer, Plat.
ShortDef
an inventor, discoverer
Debugging
Headword:
εὑρετής
Headword (normalized):
εὑρετής
Headword (normalized/stripped):
ευρετης
IDX:
13968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13974
Key:
eu(reth/s
Data
{'content': 'εὑρετής\n εὑρετής, οῦ,\n εὑρεῖν\n an inventor, discoverer, Plat.', 'key': 'eu(reth/s'}