Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
εὔπρυμνος
εὔπρῳρος
εὔπτερος
εὐπτέρυγος
εὔπτορθος
εὔπυργος
εὖ
εὐπώγων
εὔπωλος
εὐράξ
εὕρεσις
εὑρετέος
εὑρετής
εὑρετικός
εὑρετός
εὕρημα
εὑρησιεπής
εὑρήτωρ
View word page
εὐπώγων
εὐπώγων εὐ-πώγων, ονος, well-bearded, Anth.
ShortDef
well-bearded
Debugging
Headword:
εὐπώγων
Headword (normalized):
εὐπώγων
Headword (normalized/stripped):
ευπωγων
IDX:
13963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13969
Key:
eu)pw/gwn
Data
{'content': 'εὐπώγων\n εὐ-πώγων, ονος,\n well-bearded, Anth.', 'key': 'eu)pw/gwn'}