Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐπρόσιτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
εὔπρυμνος
εὔπρῳρος
εὔπτερος
εὐπτέρυγος
εὔπτορθος
εὔπυργος
εὖ
εὐπώγων
εὔπωλος
εὐράξ
εὕρεσις
εὑρετέος
εὑρετής
εὑρετικός
View word page
εὐπτέρυγος
εὐπτέρυγος εὐ-πτέρῠγος, ον πτέρυξ = εὔπτερος, of ships, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐπτέρυγος
Headword (normalized):
εὐπτέρυγος
Headword (normalized/stripped):
ευπτερυγος
IDX:
13959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13965
Key:
eu)pte/rugos
Data
{'content': 'εὐπτέρυγος\n εὐ-πτέρῠγος, ον\n πτέρυξ\n = εὔπτερος, of ships, Anth.', 'key': 'eu)pte/rugos'}