Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐπρόσεδρος
εὐπροσήγορος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
εὔπρυμνος
εὔπρῳρος
εὔπτερος
εὐπτέρυγος
εὔπτορθος
εὔπυργος
εὖ
εὐπώγων
εὔπωλος
εὐράξ
εὕρεσις
εὑρετέος
View word page
εὔπρῳρος
εὔπρῳρος εὔ-πρῳρος, ον πρῷρα with goodly prow, Eur.
ShortDef
with goodly prow
Debugging
Headword:
εὔπρῳρος
Headword (normalized):
εὔπρῳρος
Headword (normalized/stripped):
ευπρωρος
IDX:
13957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13963
Key:
eu)/prw|ros
Data
{'content': 'εὔπρῳρος\n εὔ-πρῳρος, ον\n πρῷρα\n with goodly prow, Eur.', 'key': 'eu)/prw|ros'}