Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐπρόσδεκτος
εὐπρόσεδρος
εὐπροσήγορος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
εὔπρυμνος
εὔπρῳρος
εὔπτερος
εὐπτέρυγος
εὔπτορθος
εὔπυργος
εὖ
εὐπώγων
εὔπωλος
εὐράξ
εὕρεσις
View word page
εὔπρυμνος
εὔπρυμνος εὔ-πρυμνος, ον πρύμνα with goodly stern, Il., Eur.
ShortDef
with goodly stern
Debugging
Headword:
εὔπρυμνος
Headword (normalized):
εὔπρυμνος
Headword (normalized/stripped):
ευπρυμνος
IDX:
13956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13962
Key:
eu)/prumnos
Data
{'content': 'εὔπρυμνος\n εὔ-πρυμνος, ον\n πρύμνα\n with goodly stern, Il., Eur.', 'key': 'eu)/prumnos'}