Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐπρεπής
εὔπρηστος
εὐπρόσδεκτος
εὐπρόσεδρος
εὐπροσήγορος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
εὔπρυμνος
εὔπρῳρος
εὔπτερος
εὐπτέρυγος
εὔπτορθος
εὔπυργος
εὖ
εὐπώγων
εὔπωλος
View word page
εὐπρόσωπος
εὐπρόσωπος εὐ-πρόσωπος, ον πρόσωπον fair of face, Ar., Xen.: with glad countenance, Soph. metaph. fair in outward show, specious, Hdt., Eur., etc.
ShortDef
fair of face
Debugging
Headword:
εὐπρόσωπος
Headword (normalized):
εὐπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
ευπροσωπος
IDX:
13954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13960
Key:
eu)pro/swpos
Data
{'content': 'εὐπρόσωπος\n εὐ-πρόσωπος, ον\n πρόσωπον\n fair of face, Ar., Xen.: with glad countenance, Soph.\n metaph. fair in outward show, specious, Hdt., Eur., etc.', 'key': 'eu)pro/swpos'}