Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐπραξία
εὔπραξις
εὔπρεμνος
εὐπρέπεια
εὐπρεπής
εὔπρηστος
εὐπρόσδεκτος
εὐπρόσεδρος
εὐπροσήγορος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
εὔπρυμνος
εὔπρῳρος
εὔπτερος
εὐπτέρυγος
εὔπτορθος
View word page
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοδος εὐ-πρόσοδος, ον of persons, accessible, affable, Lat. qui faciles aditus habet, Thuc., Xen. of places, easily accessible, Xen.

ShortDef

accessible, affable

Debugging

Headword:
εὐπρόσοδος
Headword (normalized):
εὐπρόσοδος
Headword (normalized/stripped):
ευπροσοδος
IDX:
13950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13956
Key:
eu)pro/sodos

Data

{'content': 'εὐπρόσοδος\n εὐ-πρόσοδος, ον\n of persons, accessible, affable, Lat. qui faciles aditus habet, Thuc., Xen.\n of places, easily accessible, Xen.', 'key': 'eu)pro/sodos'}