Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔπρακτος
εὐπραξία
εὔπραξις
εὔπρεμνος
εὐπρέπεια
εὐπρεπής
εὔπρηστος
εὐπρόσδεκτος
εὐπρόσεδρος
εὐπροσήγορος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
εὔπρυμνος
εὔπρῳρος
εὔπτερος
εὐπτέρυγος
View word page
εὐπρόσιτος
εὐπρόσιτος εὐ-πρόσῐτος, ον easy of access, of places, Luc.
ShortDef
easy of access
Debugging
Headword:
εὐπρόσιτος
Headword (normalized):
εὐπρόσιτος
Headword (normalized/stripped):
ευπροσιτος
IDX:
13949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13955
Key:
eu)pro/sitos
Data
{'content': 'εὐπρόσιτος\n εὐ-πρόσῐτος, ον\n easy of access, of places, Luc.', 'key': 'eu)pro/sitos'}