Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔποτος
εὔπους
εὐπραγέω
εὐπραγία
εὔπρακτος
εὐπραξία
εὔπραξις
εὔπρεμνος
εὐπρέπεια
εὐπρεπής
εὔπρηστος
εὐπρόσδεκτος
εὐπρόσεδρος
εὐπροσήγορος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
View word page
εὔπρηστος
εὔπρηστος εὔ-πρηστος, ον πρήθω well-blowing, strong-blowing, Il.

ShortDef

well-blowing, strong-blowing

Debugging

Headword:
εὔπρηστος
Headword (normalized):
εὔπρηστος
Headword (normalized/stripped):
ευπρηστος
IDX:
13945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13951
Key:
eu)/prhstos

Data

{'content': 'εὔπρηστος\n εὔ-πρηστος, ον\n πρήθω\n well-blowing, strong-blowing, Il.', 'key': 'eu)/prhstos'}