Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔποτμος
εὔποτος
εὔπους
εὐπραγέω
εὐπραγία
εὔπρακτος
εὐπραξία
εὔπραξις
εὔπρεμνος
εὐπρέπεια
εὐπρεπής
εὔπρηστος
εὐπρόσδεκτος
εὐπρόσεδρος
εὐπροσήγορος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
View word page
εὐπρεπής
εὐπρεπής εὐ-πρεπής, ές πρέπω well-looking, goodly, comely, of outward appearance, Hdt., Attic; εὐπρ. ἰδεῖν fair to look on, Xen.; εἶδος εὐπρεπής Eur. decent, seemly, fitting, becoming, Hdt., Aesch., Eur.; τελευτὴ εὐπρεπεστάτη a most glorious end, Thuc. specious, plausible, Hdt., Thuc.; ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς in pretence, Thuc. adv. -πῶς, Ionic πέως, Hdt., Aesch., etc.; comp. -πέστερον, Eur.; Sup. -πέστατα, Thuc.

ShortDef

well-looking, goodly, comely

Debugging

Headword:
εὐπρεπής
Headword (normalized):
εὐπρεπής
Headword (normalized/stripped):
ευπρεπης
IDX:
13944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13950
Key:
eu)preph/s

Data

{'content': 'εὐπρεπής\n εὐ-πρεπής, ές\n πρέπω\n well-looking, goodly, comely, of outward appearance, Hdt., Attic; εὐπρ. ἰδεῖν fair to look on, Xen.; εἶδος εὐπρεπής Eur.\n decent, seemly, fitting, becoming, Hdt., Aesch., Eur.; τελευτὴ εὐπρεπεστάτη a most glorious end, Thuc.\n specious, plausible, Hdt., Thuc.; ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς in pretence, Thuc.\n adv. -πῶς, Ionic πέως, Hdt., Aesch., etc.; comp. -πέστερον, Eur.; Sup. -πέστατα, Thuc.', 'key': 'eu)preph/s'}