Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐποτμία
εὔποτμος
εὔποτος
εὔπους
εὐπραγέω
εὐπραγία
εὔπρακτος
εὐπραξία
εὔπραξις
εὔπρεμνος
εὐπρέπεια
εὐπρεπής
εὔπρηστος
εὐπρόσδεκτος
εὐπρόσεδρος
εὐπροσήγορος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωποκοίτης
View word page
εὐπρέπεια
εὐπρέπεια εὐπρέπεια, ἡ, goodly appearance, dignity, comeliness, Thuc. colourable appearance, speciousness, plausibility, Thuc., Plat. from εὐπρεπής

ShortDef

goodly appearance, dignity, comeliness

Debugging

Headword:
εὐπρέπεια
Headword (normalized):
εὐπρέπεια
Headword (normalized/stripped):
ευπρεπεια
IDX:
13943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13949
Key:
eu)pre/peia

Data

{'content': 'εὐπρέπεια\n εὐπρέπεια, ἡ,\n goodly appearance, dignity, comeliness, Thuc.\n colourable appearance, speciousness, plausibility, Thuc., Plat.\n from εὐπρεπής', 'key': 'eu)pre/peia'}