Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔποκος
εὐπόλεμος
εὔπομπος
εὐπορέω
εὐπορία
εὐπόριστος
εὔπορος
εὐποτμέω
εὐποτμία
εὔποτμος
εὔποτος
εὔπους
εὐπραγέω
εὐπραγία
εὔπρακτος
εὐπραξία
εὔπραξις
εὔπρεμνος
εὐπρέπεια
εὐπρεπής
εὔπρηστος
View word page
εὔποτος
εὔποτος εὔ-ποτος, ον easy to drink, pleasant to the taste, Aesch.
ShortDef
easy to drink, pleasant to the taste
Debugging
Headword:
εὔποτος
Headword (normalized):
εὔποτος
Headword (normalized/stripped):
ευποτος
IDX:
13935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13941
Key:
eu)/potos
Data
{'content': 'εὔποτος\n εὔ-ποτος, ον\n easy to drink, pleasant to the taste, Aesch.', 'key': 'eu)/potos'}