Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλεξίκακος
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
ἀλεξιφάρμακον
ἀλέξω
ἀλέομαι
ἀλέτης
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
ἀλετρίς
ἄλευρον
ἀλεύω
ἀλέω
ἀλεωρή
ἀλήθεια
ἀληθεύω
ἀληθής
ἀληθινός
ἀληθόμαντις
ἀληθοσύνη
View word page
ἀλετρίς
ἀλετρίς ἀλέω a female slave who grinds corn, γυνὴ ἀλετρίς Od.

ShortDef

a female slave who grinds grain

Debugging

Headword:
ἀλετρίς
Headword (normalized):
ἀλετρίς
Headword (normalized/stripped):
αλετρις
IDX:
1394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1394
Key:
a)letri/s

Data

{'content': 'ἀλετρίς\n ἀλέω\n a female slave who grinds corn, γυνὴ ἀλετρίς Od.', 'key': 'a)letri/s'}