Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλεξιάρη
ἀλεξιβέλεμνος
ἀλεξίκακος
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
ἀλεξιφάρμακον
ἀλέξω
ἀλέομαι
ἀλέτης
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
ἀλετρίς
ἄλευρον
ἀλεύω
ἀλέω
ἀλεωρή
ἀλήθεια
ἀληθεύω
ἀληθής
ἀληθινός
View word page
ἀλετρεύω
ἀλετρεύω ἀλέω to grind, Od.

ShortDef

to grind

Debugging

Headword:
ἀλετρεύω
Headword (normalized):
ἀλετρεύω
Headword (normalized/stripped):
αλετρευω
IDX:
1392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1392
Key:
a)letreu/w

Data

{'content': 'ἀλετρεύω\n ἀλέω\n to grind, Od.', 'key': 'a)letreu/w'}