Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐπῖδαξ
εὐπιθής
εὔπιστος
εὐπίων
εὐπλατής
ἐΰπλειος
εὐπλεκής
εὔπλεκτος
εὔπλοια
ἐϋπλοκαμίς
εὐπλόκαμος
ἐΰπλοκος
εὔπλοος
ἐϋπλυνής
εὔπλωτος
εὔπνοια
εὔπνοος
εὐποδία
εὐποιητικός
εὐποίητος
εὐποιΐα
View word page
εὐπλόκαμος
εὐπλόκαμος with goodly locks, fairhaired, Hom.; εὐπλ. κόμαι goodly tresses, Eur.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐπλόκαμος
Headword (normalized):
εὐπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
ευπλοκαμος
IDX:
13913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13919
Key:
eu)plo/kamos
Data
{'content': 'εὐπλόκαμος\n with goodly locks, fairhaired, Hom.; εὐπλ. κόμαι goodly tresses, Eur.', 'key': 'eu)plo/kamos'}