Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔπηχυς
εὐπῖδαξ
εὐπιθής
εὔπιστος
εὐπίων
εὐπλατής
ἐΰπλειος
εὐπλεκής
εὔπλεκτος
εὔπλοια
ἐϋπλοκαμίς
εὐπλόκαμος
ἐΰπλοκος
εὔπλοος
ἐϋπλυνής
εὔπλωτος
εὔπνοια
εὔπνοος
εὐποδία
εὐποιητικός
εὐποίητος
View word page
ἐϋπλοκαμίς
ἐϋπλοκαμίς Epic fem. of εὐπλόκαμος, Od.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐϋπλοκαμίς
Headword (normalized):
ἐϋπλοκαμίς
Headword (normalized/stripped):
ευπλοκαμις
IDX:
13912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13918
Key:
e)uplokami/s
Data
{'content': 'ἐϋπλοκαμίς\n Epic fem. of εὐπλόκαμος, Od.', 'key': 'e)uplokami/s'}