Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔπεπλος
εὔπεπτος
εὐπεριάγωγος
εὐπερίγραφος
εὐπερίσπαστος
εὐπερίστατος
εὐπέταλος
εὐπέτεια
εὐπετής
εὔπετρος
εὐπηγής
εὔπηκτος
εὐπήληξ
εὔπηνος
εὔπηχυς
εὐπῖδαξ
εὐπιθής
εὔπιστος
εὐπίων
εὐπλατής
ἐΰπλειος
View word page
εὐπηγής
εὐπηγής εὐ-πηγής, ές = εὐπαγής, well-built, stout, Od.

ShortDef

well-built, stout

Debugging

Headword:
εὐπηγής
Headword (normalized):
εὐπηγής
Headword (normalized/stripped):
ευπηγης
IDX:
13898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13904
Key:
eu)phgh/s

Data

{'content': 'εὐπηγής\n εὐ-πηγής, ές\n = εὐπαγής,\n well-built, stout, Od.', 'key': 'eu)phgh/s'}