Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐπένθερος
εὔπεπλος
εὔπεπτος
εὐπεριάγωγος
εὐπερίγραφος
εὐπερίσπαστος
εὐπερίστατος
εὐπέταλος
εὐπέτεια
εὐπετής
εὔπετρος
εὐπηγής
εὔπηκτος
εὐπήληξ
εὔπηνος
εὔπηχυς
εὐπῖδαξ
εὐπιθής
εὔπιστος
εὐπίων
εὐπλατής
View word page
εὔπετρος
εὔπετρος εὔ-πετρος, ον of good hard stone, Anth.

ShortDef

of good hard stone

Debugging

Headword:
εὔπετρος
Headword (normalized):
εὔπετρος
Headword (normalized/stripped):
ευπετρος
IDX:
13897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13903
Key:
eu)/petros

Data

{'content': 'εὔπετρος\n εὔ-πετρος, ον\n of good hard stone, Anth.', 'key': 'eu)/petros'}