Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔπειστος
εὐπέμπελος
εὐπένθερος
εὔπεπλος
εὔπεπτος
εὐπεριάγωγος
εὐπερίγραφος
εὐπερίσπαστος
εὐπερίστατος
εὐπέταλος
εὐπέτεια
εὐπετής
εὔπετρος
εὐπηγής
εὔπηκτος
εὐπήληξ
εὔπηνος
εὔπηχυς
εὐπῖδαξ
εὐπιθής
εὔπιστος
View word page
εὐπέτεια
εὐπέτεια εὐπέτεια, ἡ, ease, διʼ εὐπετείας easily, Eur.:—pl., εὐπετείας διδόναι to give facilities, Plat. easiness of getting or having a thing, c. gen., Hdt., Xen. from εὐπετής

ShortDef

ease

Debugging

Headword:
εὐπέτεια
Headword (normalized):
εὐπέτεια
Headword (normalized/stripped):
ευπετεια
IDX:
13895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13901
Key:
eu)pe/teia

Data

{'content': 'εὐπέτεια\n εὐπέτεια, ἡ,\n ease, διʼ εὐπετείας easily, Eur.:—pl., εὐπετείας διδόναι to give facilities, Plat.\n easiness of getting or having a thing, c. gen., Hdt., Xen.\n from εὐπετής', 'key': 'eu)pe/teia'}