Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλεξητήρ
ἀλεξήτωρ
ἀλεξιάρη
ἀλεξιβέλεμνος
ἀλεξίκακος
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
ἀλεξιφάρμακον
ἀλέξω
ἀλέομαι
ἀλέτης
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
ἀλετρίς
ἄλευρον
ἀλεύω
ἀλέω
ἀλεωρή
ἀλήθεια
ἀληθεύω
View word page
ἀλέτης
ἀλέτης ἀλέω a grinder, v. ὄνος II. 2.
ShortDef
a grinder
Debugging
Headword:
ἀλέτης
Headword (normalized):
ἀλέτης
Headword (normalized/stripped):
αλετης
IDX:
1390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1390
Key:
a)le/ths
Data
{'content': 'ἀλέτης\n ἀλέω \n a grinder, v. ὄνος II. 2.', 'key': 'a)le/ths'}