Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐπαρόρμητος
εὐπάρυφος
εὐπατέρεια
εὐπατρίδης
εὔπατρις
εὐπάτωρ
εὐπειθής
εὔπειστος
εὐπέμπελος
εὐπένθερος
εὔπεπλος
εὔπεπτος
εὐπεριάγωγος
εὐπερίγραφος
εὐπερίσπαστος
εὐπερίστατος
εὐπέταλος
εὐπέτεια
εὐπετής
εὔπετρος
εὐπηγής
View word page
εὔπεπλος
εὔπεπλος εὔ-πεπλος, ον beautifully robed, Hom.

ShortDef

beautifully robed

Debugging

Headword:
εὔπεπλος
Headword (normalized):
εὔπεπλος
Headword (normalized/stripped):
ευπεπλος
IDX:
13888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13894
Key:
eu)/peplos

Data

{'content': 'εὔπεπλος\n εὔ-πεπλος, ον\n beautifully robed, Hom.', 'key': 'eu)/peplos'}