Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐπάρθενος
εὐπαρόξυντος
εὐπαρόρμητος
εὐπάρυφος
εὐπατέρεια
εὐπατρίδης
εὔπατρις
εὐπάτωρ
εὐπειθής
εὔπειστος
εὐπέμπελος
εὐπένθερος
εὔπεπλος
εὔπεπτος
εὐπεριάγωγος
εὐπερίγραφος
εὐπερίσπαστος
εὐπερίστατος
εὐπέταλος
εὐπέτεια
εὐπετής
View word page
εὐπέμπελος
εὐπέμπελος εὐ-πέμπελος, ον a word of uncertain meaning in Aesch., either tranquil, placable, as if it were εὐπέμφελον (cf. δυσπέμφελος) , or easy to be sent away (cf. δύσπεμπτος) .

ShortDef

tranquil, placable

Debugging

Headword:
εὐπέμπελος
Headword (normalized):
εὐπέμπελος
Headword (normalized/stripped):
ευπεμπελος
IDX:
13886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13892
Key:
eu)pe/mpelos

Data

{'content': 'εὐπέμπελος\n εὐ-πέμπελος, ον\n a word of uncertain meaning in Aesch., either tranquil, placable, as if it were εὐπέμφελον (cf. δυσπέμφελος) , or easy to be sent away (cf. δύσπεμπτος) .', 'key': 'eu)pe/mpelos'}